-
1 βου-κόλος
βου-κόλος ( colo; vgl. δύσκολος u. κόλαξ; nach Athen. 6, 262 a von κόλον = τροφή), ὁ, Rinderhirt; Hom. z. B. Iliad. 13, 571 βουκόλοι ἄνδρες, 15, 587 κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσιν, Odyss. 11, 293 βουκόλοι ἀγροιῶται, 21, 83 βουκόλος; – Folgende; übh. Hirt von größerem Vieh, z. B. ἵππων Ael.; adj., β. δοῦλος Plat. Ion 540 c. – Aesch. Suppl. 552 ist πτερόεις β. eine die Kuh stechende, treibende Bremse. Bei den Gramm. heißt so Theocr., der bukolische Dichter.
-
2 ἰλλάς
-
3 ιλλας
- άδος ἥ1) крученая веревка, бечеваβοῦς, τόν τε βουκόλοι ἄνδρες, ἰλλάσιν δήσαντες, ἄγουσιν Hom. — вол, которого пастухи, связав веревками, ведут
-
4 βούκολος
βούκολ-ος, ὁ,A tending kine, βουκόλοι ἄνδρες, ἀγροιῶται, Il.13.571, Od.11.292, al.; ;ποιμὴν αἰπόλος.. καὶ β. Cratin.281
: also abs., Hdt.1.110, PGoodsp.Cair.30 ixI (ii A. D.), etc.; βέλει βουκόλου πτερόεντος, i.e. the gadfly, A. Supp. 557 (lyr.);β. ἵππων Ael.NA12.44
.II worshipper of Dionysos in bull-form, in pl., title of play by Cratinus, cf. E.Fr. 203, IG12(9).262 (Eretria, i B. C.), IGRom.4.386 (Pergam.), Luc.Salt.79, Hsch. s.v. πυρπερέγχει.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούκολος
-
5 ἰλλάς
A rope, band,βοῦς, τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν.. δήσαντες ἄγουσιν Il.13.572
.II as Adj., close-packed, herding together, of cattle,ἰλλάδες γοναί S.Fr.70
, E.Fr. 837.
См. также в других словарях:
κορωνίδα — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1876. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι 12,3 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,27. Διεθνώς ονομάζεται Koronis 158. II Μυθολογικό… … Dictionary of Greek